- εὐεξέταστος
- εὐεξ-έταστος, ον,A easy to criticize, Arist. de An.408a10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐεξέταστος — easy to criticize masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεξέταστος — η, ο (Α εὐεξέταστος, ον) αυτός που εξετάζεται ή εξακριβώνεται εύκολα … Dictionary of Greek
εὐεξετάστῳ — εὐεξέταστος easy to criticize masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)